- συσταυροῦμαι
- συσταυρόομαιto be crucified together withpres ind mp 1st sgσυσταυρόομαιto be crucified together withpres ind mp 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
сраспинаю — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} глаг. (συσταυροῦμαι) распинаю с кем л. (Пасх. п. 3, 2) … Словарь церковнославянского языка
συσταυρώ — όω, ΜΑ [σταυρῶ / ώνω] 1. μετέχω σε σταύρωση 2. παθ. συσταυροῦμαι, όομαι α) σταυρώνομαι μαζί με άλλον («καὶ οἱ συνεσταυρωμένοι αὐτῷ ὠνείδιζον αὐτόν», ΚΔ) β) μτφ. μετέχω στο ψυχικό πάθος, στο μαρτύριο κάποιου … Dictionary of Greek